- κορυμβώ
- κορυμβῶ, -όω (Μ) [κόρυμβος]1. κάνω κάτι κόρυμβο2. παθ. κορυμβοῡμαι, -όομαι(για τα μαλλιά) σχηματίζομαι σε κόρυμβο, σε κότσο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορύμβῳ — κόρυμβος uppermost point masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβωι — κορύμβῳ , κόρυμβος uppermost point masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THYRSUS — I. THYRSUS fluv. Sardiniae praecipuus, in ora occidentali vulgo Torso. Baudrando hodie Thirso, otitur in parte Boreali dein per mediam Insulam fluens, 5. mill. pass. ab ARborea in mare se Sardoum exonerat. II. THYRSUS hasta dicta est hederâ… … Hofmann J. Lexicon universale
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek